σεληνοφώτιστος

σεληνοφώτιστος
σεληνοφώτιστος, -η, -ο και σεληνόφωτος, -η, -ο
φεγγαρόλουστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεληνοφώτιστος — η, ο, Ν σεληνόφωτος («σεληνοφώτιστα βράδια», Κ. Καρυωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • σεληνόφωτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, σεληνοφώτιστος 2. το ουδ. ως ουσ. το σεληνόφωτο βλ. σεληνόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτος (< φώς, φωτός), πρβλ. λειψί φωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”